- ξυλεύς
- ξῠλ-εύς, έως, ὁ,A woodcutter, of a sacrificial attendant, SIG1021.31 (Olympia, i B. C.), Paus.5.13.2,5.15.10, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλεύς — ξυλεύς, ὁ (Α) 1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα 2. δούλος τού ναού τού Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. εύς (πρβλ. καλαμ εύς, κεραμ εύς)] … Dictionary of Greek
ξυλεύς — woodcutter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλῆς — ξυλεύς woodcutter masc nom pl ξυλεύς woodcutter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλεῖ — ξυλεύς woodcutter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Храм древнегреческий — Сооружение храмов зданий для богов в Древней Греции было результатом постепенно развивавшегося антропоморфизма. В доисторический период Эллады, когда греки поклонялись силам природы или тотемам животного мира, таких храмов еще не существовало и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Храм греческий — Сооружение храмов зданий для богов в Древней Греции было результатом постепенно развивавшегося антропоморфизма. В доисторический период Эллады, когда греки поклонялись силам природы или тотемам животного мира, таких храмов еще не существовало и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξυλέας — ξυλέᾱς , ξυλεύς woodcutter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)